- Κολοσσηνός
- Κολοσσηνός, ή, όν, Colossian, Str.12.8.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Κολοσσηνοί — Κολοσσηνός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)